O¬¬
aristotele_night.jpg

Η δημοσιονομική κρίση στην ευρωζώνη και τη χώρα μας και η παράλληλη κρίση ρευστότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος έχουν διαφοροποιήσει δραστικά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ασκώντας πιέσεις για ριζικές θεσμικές αλλαγές. Στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης τίθεται επιτακτικά, μεταξύ άλλων, η αποτελεσματική «καταπολέμηση» της οικονομικής εγκληματικότητας σε βάρος του δημοσίου και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα.

Και τα δύο παραπάνω φαινόμενα αναπτύσσουν αναμφίβολα ιδιαίτερα βλαπτικές κοινωνικές συνέπειες. Το πρώτο (οικονομική εγκληματικότητα κατά του Δημοσίου) περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα του κράτους να παρέχει δημόσια αγαθά (π.χ. δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, απονομή δικαιοσύνης), υπονομεύοντας έτσι τη θέση κυρίως των πιο ευάλωτων πληθυσμιακών στρωμάτων της κοινωνίας. Το δεύτερο (διαφθορά στο δημόσιο τομέα) εκφυλίζει τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού σε όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαιοδοτική) και αλλοιώνει έτσι ουσιωδώς την κρατική αποστολή.

Υπό την πίεση της εντεινόμενης οικονομικής ύφεσης ‑και για να ικανοποιηθεί ίσως πρόσκαιρα και η γενικευμένη απαίτηση για εξήγηση της ανατροπής του μεταπολιτευτικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου‑ εντοπίζεται κάποτε στα παραπάνω φαινόμενα, το αποκλειστικό αίτιο της δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας. Με τον τρόπο αυτό αποθαρρύνονται όμως περισσότερο σύνθετες προσεγγίσεις που θα επιχειρούσαν τη συνεκτίμηση βαθύτερων προβληματικών δομών της ελληνικής κοινωνικής και θεσμικής πραγματικότητας, αλλά και των διεθνών παραμέτρων της τρέχουσας κρίσης.

Η συγκυρία αυτή δημιουργεί ευκαιρίες, εγκυμονεί όμως και κινδύνους. Η αύξουσα συναίνεση για την αυστηρή τιμώρηση  των συζητούμενων μορφών εγκληματικότητας και η αναβάθμιση της δημόσιας περιουσίας ως αντικειμένου προστασίας στην κοινωνική συνείδηση ευνοούν το σχεδιασμό μιας πολιτικής πρόληψης και αποτελεσματικής καταστολής, ώστε να αμβλυνθεί και η γενικευμένη αίσθηση ατιμωρησίας όσων προσβάλλουν το δημόσιο πλούτο ή/και καταχρώνται την υπηρεσιακή τους ιδιότητα προκειμένου να αποκομίσουν παράνομα οφέλη, συνθήκη απαραίτητη για τη συνολική θεσμική «επανεκκίνηση» της χώρας.Από την άλλη πλευρά, η διαρκής αυστηροποίηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου και η αλόγιστη προσφυγή στα εργαλεία του ποινικού δικαίου είναι δυνατό να λειτουργήσουν ως ανέξοδο άλλοθι, ώστε η αυξημένη καταστολή να καλύψει το κενό μιας σύνθετης, συνολικότερης και μακροπρόθεσμης  μεταρρύθμισης προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά αίτια της δυσκολίας της χώρας να συμμετάσχει ισότιμα στο διεθνή ανταγωνισμό. Μια τέτοια εξέλιξη πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο, αφού και τα δικαιοκρατικά θεμέλια του ποινικού δικαίου θα κατέλυε και την επίτευξη του τελικού ουσιαστικού στόχου θα ματαίωνε.

Εξάλλου, πολλές από τις εντελώς πρόσφατες προσπάθειες, εν μέσω της «κρίσης», για ευρύτερες αλλαγές -και- στις προβλέψεις σχετικά με την ποινική καταστολή των συζητούμενων συμπεριφορών, συνεχίζουν κατά κανόνα να διέπονται από την μη ικανοποιητική αξιολόγηση της εφαρμογής των υφιστάμενων ρυθμίσεων, την αδυναμία επαρκούς εποπτείας του διεθνούς θεσμικού περιβάλλοντος, την αποσπασματικότητα των παρεμβάσεων και τη γενικότερη έλλειψη μιας σαφούς και μακροπρόθεσμης στρατηγικής, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να οριοθετηθεί με ψύχραιμο τρόπο ο -εξ ορισμού επικουρικός- ρόλος του ποινικού δικαίου στη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.

Στόχος του παρόντος ερευνητικού προγράμματος είναι να σχεδιάσει και να προτείνει, μετά από διεξαγωγή της αναγκαίας εμπειρικής και δικαιοσυγκριτικής έρευνας, ένα πλαίσιο κανόνων και αρχών, τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, όσο και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής, με το οποίο θα καθίσταται δυνατή η βέλτιστη ποινική αντιμετώπιση των κύριων εκδηλώσεων του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα στην Ελλάδα, υπό το φως των συναφών διεθνών ρυθμίσεων. Το σχετικό πλαίσιο φιλοδοξεί να συνδυάζει χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας αλλά και δικαιοκρατικότητας, και να συμβάλει έτσι, με μακροπρόθεσμη προοπτική, στην ουσιαστική αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων, οριοθετώντας παράλληλα το ρόλο του ποινικού δικαίου στο -ζητούμενο- νέο κοινωνικό, οικονομικό και θεσμικό μοντέλο .

     

                  Όροι χρήσης
Joomla template by ByJoomla.com